- φωτοφασματικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φάσμα του φωτός: Φωτοφασματική ανάλυση (η εξέταση των σωμάτων με το φασματοσκόπιο).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φωτοφασματικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φάσμα τού φωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + φασματικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Ηρ. Μητσόπουλο] … Dictionary of Greek
φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… … Dictionary of Greek